χρεών

χρεών
χρεών, [dialect] Ion. [full] χρεόν (the form best attested in Parm.8.45 and Hdt.); also [full] χρειών, Democr.55, τό: gen.
A

τοῦ χρεών E.Hipp.1256

, HF21, but little used save in nom. and acc.:—that which must be,

κατὰ τὸ χ. Anaximand.1

(Diels Vorsokr.5);

τὴν μοῖραν εἰς τὸ μὴ χ. παραστρέφων E.Fr.491.3

;

χ. τοῦ χρησμοῦ Plu.Nic.14

.
II necessity, fate,

ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χ. Pl.Phdr.255a

;

μοίρας τοῦ χρεών τ' ἀπαλλαγή E.Hipp.1256

;

εἰς τὸ χ. ἰέναι Pl.Ax.364c

; ἀπελθεῖν εἰς τὸ χ., εἰς τὸ χ. ἀπαλλάσσεσθαι, Str.1.3.21, J.AJ7.15.1; οἱ τὴν εἰς τὸ χ. πορευόμενοι (cj. for ποιούμενοι), v. l. τῶν εἰς τὸ χ. ὁδευόντων, Plu.2.113c;

τό τοι χρεὼν οὐκ ἔστι μὴ χρεὼν ποιεῖν Trag.Adesp.368

;

ὅ τι γὰρ μὴ χ. οὔτοι χ. παθεῖν E. Ba.515

; [

Ἀλέξανδρον] τὸ χ. ἐν Βαβυλῶνι κατέλαβε Jul.Or.3.107c

.
2 mostly in the phrase χρεών (sc. ἐστι), like χρή, it is necessary, c. inf., Thgn.564, A.Ag.922, S.OT633, Democr. l. c., etc.: c. acc. et inf., Pi.P.2.52, Hdt.1.41,57, 2.133, A.Pr.772,970, al., S.Ph.1439, Ar. Eq.138, Th.5.49;

τὸ χ. γενέσθαι Hdt.7.17

.
3 sts. as a neut. part. (like ἐξόν, etc.), it being necessary, since it was necessary, Id.5.50.
III less freq., that which is expedient or right,

ὅρκον δ' οὔτ' ἄδικον χ. ἔμμεναι οὔτε δίκαιον Choeril.7

;

ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν S.Ph.143

(lyr.);

μητέρ' εἰ χ. ταύτην προσαυδᾶν Id.El.273

, cf. 983, Ar.Nu.1446(lyr.), etc.; with the Art.,

ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χ. πάθε A.

Ch..930: abs. in
part., ὑμεῖς ἂν οὐ χ. ἄρχοιτε ye would rule unrightfully, Th.3.40.—In Trag. χρεών ( = χρή) appears without ἐστί or ἦν; in Ar. and Prose the verb is more commonly added, but not in Ar.Nu. l. c., Pl.Sph.220d, Criti.107b, al.
IV as Adj.,

τῷ χ. πόσει E.Fr.501

. (Not in Hom. or Hes., Od.15.201
being f. l. for χρεώ.) [In Poets χρεών is sts. monosyll., as in Choeril. l. c., Parm.4.5, al.; outside of hexameters prob. always disyll., since χρή can be restored in E.IT1486, Fr.733.3.] (From χρεώ, with addition of ν from the synonym δέον; when used as part. abs., as in Sol.Fr.34.6, Th.3.40, from χρεὼ ὄν.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρεών — that which must be indeclform (indecl) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεών — και χρειών και ιων. τ. χρεόν, τὸ, Α 1. το δέον, το πρέπον, το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το μαντείο β) το καθορισμένο από τη μοίρα, το πεπρωμένο γ) σπαν. ό,τι συμφέρει ή ό,τι είναι σωστό 2. (με σημ. επιρρ.) με δίκαιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χρεῶν — χρέα fem gen pl χρέος that which one needs must pay neut gen pl (attic epic doric) χρεώ want fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέων — χράω 2 proclaim pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) χράω 2 proclaim pres part act masc nom sg (ionic) χρῆ sum fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγὸς περὶ τῶν χρεῶν. — См. Шкурный вопрос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χρεόν — χρεών that which must be neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”